- παιδαριώδους
- παιδαριώδηςchildishmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδαριωδία — η η ιδιότητα τού παιδαριώδους 2. πράξη ή λόγος χωρίς σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδαριώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek